Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
View word page
στενοθώραξ
narrow-chested

ShortDef

narrow-chested

Debugging

Headword:
στενοθώραξ
Headword (normalized):
στενοθώραξ
Headword (normalized/stripped):
στενοθωραξ
IDX:
81505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81506
Key:

Data

{'content': 'narrow-chested'}