Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
View word page
στενοεπιμήκης
of a narrow oblong shape

ShortDef

of a narrow oblong shape

Debugging

Headword:
στενοεπιμήκης
Headword (normalized):
στενοεπιμήκης
Headword (normalized/stripped):
στενοεπιμηκης
IDX:
81504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81505
Key:

Data

{'content': 'of a narrow oblong shape'}