Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
View word page
στενόβρογχος
narrow-throated

ShortDef

narrow-throated

Debugging

Headword:
στενόβρογχος
Headword (normalized):
στενόβρογχος
Headword (normalized/stripped):
στενοβρογχος
IDX:
81503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81504
Key:

Data

{'content': 'narrow-throated'}