Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
View word page
στενάζω
to sigh often, sigh deeply

ShortDef

to sigh often, sigh deeply

Debugging

Headword:
στενάζω
Headword (normalized):
στενάζω
Headword (normalized/stripped):
στεναζω
IDX:
81497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81498
Key:

Data

{'content': 'to sigh often, sigh deeply'}