Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
View word page
στεναγμός
a sighing, groaning, moaning
ShortDef
a sighing, groaning, moaning
Debugging
Headword:
στεναγμός
Headword (normalized):
στεναγμός
Headword (normalized/stripped):
στεναγμος
IDX:
81496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81497
Key:
Data
{'content': 'a sighing, groaning, moaning'}