Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
View word page
στεναγματώδης
like a sigh
ShortDef
like a sigh
Debugging
Headword:
στεναγματώδης
Headword (normalized):
στεναγματώδης
Headword (normalized/stripped):
στεναγματωδης
IDX:
81495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81496
Key:
Data
{'content': 'like a sigh'}