Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
View word page
στέναγμα
a sigh, groan, moan

ShortDef

a sigh, groan, moan

Debugging

Headword:
στέναγμα
Headword (normalized):
στέναγμα
Headword (normalized/stripped):
στεναγμα
IDX:
81494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81495
Key:

Data

{'content': 'a sigh, groan, moan'}