Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
View word page
στέμφυλον
a mass of olives from which the oil has been pressed, olive-cake

ShortDef

a mass of olives from which the oil has been pressed, olive-cake

Debugging

Headword:
στέμφυλον
Headword (normalized):
στέμφυλον
Headword (normalized/stripped):
στεμφυλον
IDX:
81491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81492
Key:

Data

{'content': 'a mass of olives from which the oil has been pressed, olive-cake'}