Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
στενακτέος
View word page
στεμματόω
furnish with a wreath

ShortDef

furnish with a wreath

Debugging

Headword:
στεμματόω
Headword (normalized):
στεμματόω
Headword (normalized/stripped):
στεμματοω
IDX:
81489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81490
Key:

Data

{'content': 'furnish with a wreath'}