Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
στενακτέον
View word page
στεμματίας
one who wears a wreath

ShortDef

one who wears a wreath

Debugging

Headword:
στεμματίας
Headword (normalized):
στεμματίας
Headword (normalized/stripped):
στεμματιας
IDX:
81488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81489
Key:

Data

{'content': 'one who wears a wreath'}