Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
στενάζω
View word page
στεμματηφορέω
to be decked with a wreath
ShortDef
to be decked with a wreath
Debugging
Headword:
στεμματηφορέω
Headword (normalized):
στεμματηφορέω
Headword (normalized/stripped):
στεμματηφορεω
IDX:
81487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81488
Key:
Data
{'content': 'to be decked with a wreath'}