Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
στεμφυλίτης
στέμφυλον
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
View word page
στέμβω
to shake, agitate

ShortDef

to shake, agitate

Debugging

Headword:
στέμβω
Headword (normalized):
στέμβω
Headword (normalized/stripped):
στεμβω
IDX:
81485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81486
Key:

Data

{'content': 'to shake, agitate'}