Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματίας
στεμματόω
View word page
στελεχώδης
with a stem

ShortDef

with a stem

Debugging

Headword:
στελεχώδης
Headword (normalized):
στελεχώδης
Headword (normalized/stripped):
στελεχωδης
IDX:
81479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81480
Key:

Data

{'content': 'with a stem'}