Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταγωνιστής
ἀνταγώνιστος
ἀνταδικέω
ἀνταδικητέον
ἀντᾴδω
ἀνταείρω
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταίρω
ἀνταισχύνομαι
ἀνταιτέω
ἀνταιτιάομαι
ἀνταιωρέομαι
ἀντακαῖος
ἀντακολουθέω
ἀντακολούθησις
ἀντακολουθία
ἀντακόλουθος
ἀντακοντίζω
ἀντακούω
View word page
ἀνταισχύνομαι
to be ashamed in turn

ShortDef

to be ashamed in turn

Debugging

Headword:
ἀνταισχύνομαι
Headword (normalized):
ἀνταισχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
ανταισχυνομαι
IDX:
8147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8148
Key:

Data

{'content': 'to be ashamed in turn'}