Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
View word page
στέλεχος
the crown of the root, stump

ShortDef

the crown of the root, stump

Debugging

Headword:
στέλεχος
Headword (normalized):
στέλεχος
Headword (normalized/stripped):
στελεχος
IDX:
81477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81478
Key:

Data

{'content': 'the crown of the root, stump'}