Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
στέμμα
View word page
στελεχόκαρπος
bearing fruit on the stem
ShortDef
bearing fruit on the stem
Debugging
Headword:
στελεχόκαρπος
Headword (normalized):
στελεχόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
στελεχοκαρπος
IDX:
81476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81477
Key:
Data
{'content': 'bearing fruit on the stem'}