Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
στέμβω
View word page
στελεχιαῖος
forming a trunk

ShortDef

forming a trunk

Debugging

Headword:
στελεχιαῖος
Headword (normalized):
στελεχιαῖος
Headword (normalized/stripped):
στελεχιαιος
IDX:
81475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81476
Key:

Data

{'content': 'forming a trunk'}