Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
στέλλω
στελμονία
στελμονίαι
View word page
στελεχητόμος
cutting stems
ShortDef
cutting stems
Debugging
Headword:
στελεχητόμος
Headword (normalized):
στελεχητόμος
Headword (normalized/stripped):
στελεχητομος
IDX:
81474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81475
Key:
Data
{'content': 'cutting stems'}