Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελιον
στελίς
View word page
στελεόω
to furnish with a handle

ShortDef

to furnish with a handle

Debugging

Headword:
στελεόω
Headword (normalized):
στελεόω
Headword (normalized/stripped):
στελεοω
IDX:
81471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81472
Key:

Data

{'content': 'to furnish with a handle'}