Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
View word page
στελεόν
a handle

ShortDef

a handle

Debugging

Headword:
στελεόν
Headword (normalized):
στελεόν
Headword (normalized/stripped):
στελεον
IDX:
81469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81470
Key:

Data

{'content': 'a handle'}