Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
View word page
στελεά
haft, shaft
ShortDef
haft, shaft
Debugging
Headword:
στελεά
Headword (normalized):
στελεά
Headword (normalized/stripped):
στελεα
IDX:
81468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81469
Key:
Data
{'content': 'haft, shaft'}