Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελεχόκαρπος
View word page
στεκτέον
one must support

ShortDef

one must support

Debugging

Headword:
στεκτέον
Headword (normalized):
στεκτέον
Headword (normalized/stripped):
στεκτεον
IDX:
81466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81467
Key:

Data

{'content': 'one must support'}