Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
View word page
στείχω
to walk, march, go
ShortDef
to walk, march, go
Debugging
Headword:
στείχω
Headword (normalized):
στείχω
Headword (normalized/stripped):
στειχω
IDX:
81465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81466
Key:
Data
{'content': 'to walk, march, go'}