Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
View word page
στειρωτικός
making barren

ShortDef

making barren

Debugging

Headword:
στειρωτικός
Headword (normalized):
στειρωτικός
Headword (normalized/stripped):
στειρωτικος
IDX:
81464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81465
Key:

Data

{'content': 'making barren'}