Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
View word page
στείρωσις
barrenness, unfruitfulness
ShortDef
barrenness, unfruitfulness
Debugging
Headword:
στείρωσις
Headword (normalized):
στείρωσις
Headword (normalized/stripped):
στειρωσις
IDX:
81463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81464
Key:
Data
{'content': 'barrenness, unfruitfulness'}