Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
View word page
στειρώδης
as it were barren

ShortDef

as it were barren

Debugging

Headword:
στειρώδης
Headword (normalized):
στειρώδης
Headword (normalized/stripped):
στειρωδης
IDX:
81462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81463
Key:

Data

{'content': 'as it were barren'}