Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
View word page
στειρόω
make barren
ShortDef
make barren
Debugging
Headword:
στειρόω
Headword (normalized):
στειρόω
Headword (normalized/stripped):
στειροω
IDX:
81461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81462
Key:
Data
{'content': 'make barren'}