Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελεά
στελεόν
View word page
στεῖρος
barren
ShortDef
barren
Debugging
Headword:
στεῖρος
Headword (normalized):
στεῖρος
Headword (normalized/stripped):
στειρος
IDX:
81459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81460
Key:
Data
{'content': 'barren'}