Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωσις
στειρωτικός
View word page
στεῖρα
a ship's keel

ShortDef

a ship's keel
that has not calved (cow); barren (woman)

Debugging

Headword:
στεῖρα
Headword (normalized):
στεῖρα
Headword (normalized/stripped):
στειρα
IDX:
81454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81455
Key:

Data

{'content': "a ship's keel"}