Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
View word page
στείνω
to straiten
ShortDef
to straiten
Debugging
Headword:
στείνω
Headword (normalized):
στείνω
Headword (normalized/stripped):
στεινω
IDX:
81452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81453
Key:
Data
{'content': 'to straiten'}