Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
View word page
στεῖνος
a narrow, strait, confined space
ShortDef
a narrow, strait, confined space
Debugging
Headword:
στεῖνος
Headword (normalized):
στεῖνος
Headword (normalized/stripped):
στεινος
IDX:
81451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81452
Key:
Data
{'content': 'a narrow, strait, confined space'}