Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
στειρότης
View word page
στειναύχην
narrow-necked

ShortDef

narrow-necked

Debugging

Headword:
στειναύχην
Headword (normalized):
στειναύχην
Headword (normalized/stripped):
στειναυχην
IDX:
81450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81451
Key:

Data

{'content': 'narrow-necked'}