Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
στειρεύω
Στειριά
Στειριακός
στεῖρος
View word page
στειλειόν
the handle (στελεόν LSJ)

ShortDef

the handle (στελεόν LSJ)

Debugging

Headword:
στειλειόν
Headword (normalized):
στειλειόν
Headword (normalized/stripped):
στειλειον
IDX:
81449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81450
Key:

Data

{'content': 'the handle (στελεόν LSJ)'}