Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
στεῖρα2
View word page
στέγω
to cover closely, so as to keep

ShortDef

to cover closely, so as to keep

Debugging

Headword:
στέγω
Headword (normalized):
στέγω
Headword (normalized/stripped):
στεγω
IDX:
81445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81446
Key:

Data

{'content': 'to cover closely, so as to keep'}