Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
στεῖρα
View word page
στεγύλλιον
workshop

ShortDef

workshop

Debugging

Headword:
στεγύλλιον
Headword (normalized):
στεγύλλιον
Headword (normalized/stripped):
στεγυλλιον
IDX:
81444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81445
Key:

Data

{'content': 'workshop'}