Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεινωπός
View word page
στέγος
a roof

ShortDef

a roof

Debugging

Headword:
στέγος
Headword (normalized):
στέγος
Headword (normalized/stripped):
στεγος
IDX:
81443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81444
Key:

Data

{'content': 'a roof'}