Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
View word page
στεγοποιέομαι
build oneself a house

ShortDef

build oneself a house

Debugging

Headword:
στεγοποιέομαι
Headword (normalized):
στεγοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
στεγοποιεομαι
IDX:
81442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81443
Key:

Data

{'content': 'build oneself a house'}