Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
View word page
στεγνωτικός
making costive, astringent

ShortDef

making costive, astringent

Debugging

Headword:
στεγνωτικός
Headword (normalized):
στεγνωτικός
Headword (normalized/stripped):
στεγνωτικος
IDX:
81440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81441
Key:

Data

{'content': 'making costive, astringent'}