Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
στειλειόν
View word page
στέγνωσις
making watertight

ShortDef

making watertight

Debugging

Headword:
στέγνωσις
Headword (normalized):
στέγνωσις
Headword (normalized/stripped):
στεγνωσις
IDX:
81439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81440
Key:

Data

{'content': 'making watertight'}