Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
στειλειή
View word page
στεγνόω
close

ShortDef

close

Debugging

Headword:
στεγνόω
Headword (normalized):
στεγνόω
Headword (normalized/stripped):
στεγνοω
IDX:
81438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81439
Key:

Data

{'content': 'close'}