Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στείβω
View word page
στεγνοφυής
of thick nature

ShortDef

of thick nature

Debugging

Headword:
στεγνοφυής
Headword (normalized):
στεγνοφυής
Headword (normalized/stripped):
στεγνοφυης
IDX:
81437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81438
Key:

Data

{'content': 'of thick nature'}