Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
View word page
στεγνός
waterproof
ShortDef
waterproof
Debugging
Headword:
στεγνός
Headword (normalized):
στεγνός
Headword (normalized/stripped):
στεγνος
IDX:
81435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81436
Key:
Data
{'content': 'waterproof'}