Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
View word page
στεγνοπαθέω
suffer from constriction

ShortDef

suffer from constriction

Debugging

Headword:
στεγνοπαθέω
Headword (normalized):
στεγνοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
στεγνοπαθεω
IDX:
81433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81434
Key:

Data

{'content': 'suffer from constriction'}