Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
View word page
στεγῖτις
prostitute

ShortDef

prostitute

Debugging

Headword:
στεγῖτις
Headword (normalized):
στεγῖτις
Headword (normalized/stripped):
στεγιτις
IDX:
81432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81433
Key:

Data

{'content': 'prostitute'}