Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
View word page
στεγήρης
roofed
ShortDef
roofed
Debugging
Headword:
στεγήρης
Headword (normalized):
στεγήρης
Headword (normalized/stripped):
στεγηρης
IDX:
81431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81432
Key:
Data
{'content': 'roofed'}