Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
View word page
στέγη
a roof; a chamber
ShortDef
a roof; a chamber
Debugging
Headword:
στέγη
Headword (normalized):
στέγη
Headword (normalized/stripped):
στεγη
IDX:
81430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81431
Key:
Data
{'content': 'a roof; a chamber'}