Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
στεγνότης
στεγνοφυής
View word page
στεγαστός
covered, sheltered

ShortDef

covered, sheltered

Debugging

Headword:
στεγαστός
Headword (normalized):
στεγαστός
Headword (normalized/stripped):
στεγαστος
IDX:
81427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81428
Key:

Data

{'content': 'covered, sheltered'}