Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
στεγνός
View word page
στεγαστήρ
coverer
ShortDef
coverer
Debugging
Headword:
στεγαστήρ
Headword (normalized):
στεγαστήρ
Headword (normalized/stripped):
στεγαστηρ
IDX:
81425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81426
Key:
Data
{'content': 'coverer'}