Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
στεγνοποιέω
View word page
στεγαστέος
one must cover
ShortDef
one must cover
Debugging
Headword:
στεγαστέος
Headword (normalized):
στεγαστέος
Headword (normalized/stripped):
στεγαστεος
IDX:
81424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81425
Key:
Data
{'content': 'one must cover'}