Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
στεγνοπαθέω
View word page
στεγαστέον
one must cover

ShortDef

one must cover

Debugging

Headword:
στεγαστέον
Headword (normalized):
στεγαστέον
Headword (normalized/stripped):
στεγαστεον
IDX:
81423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81424
Key:

Data

{'content': 'one must cover'}